Saturday 27 February 2010

άρθρο στο Ένεκεν, Χειμώνας 2009

οι μαφίες και το μπετόν:
κοινωνική συναίνεση και κατασκευαστικός τομέας υπό τον φακό της εθνογραφίας

Ι
Ο κατασκευαστικός τομέας είναι ο μεγάλος αστάθμητος παράγοντας στην οικονομία, μια παγκοσμιοποιημένη όσο και ασταθής βιομηχανία, η ραχοκοκκαλιά του ελληνικού οικονομικού «θαύματος» στη δεκαετία του ’50 κι ’60 και διαχρονικά ο πιο ανθηρός τομέας, μετά και τις εσωτερικές διαρθρωτικές αλλαγές που υπέστη η ναυτιλία. Η οικοδομή είναι μια επένδυση που περισσότερο από άλλες επιχειρηματικές πρακτικές, εξαρτάται από ορισμένα πλαίσια (περιβαλλοντικό, νομοθετικό), τα οποία έχει τη δυνατότητα και την ανάγκη –σε θεσμικά περιβάλλοντα με παρωχυμένες, σαθρές δομές και ίσως προμοντερνικά χαρακτηριστικά, όπως η ελλαδική περίπτωση- να συμπαρασύρρει και να αναπροσδιορίζει συνεχώς. Το τελευταίο βρίσκει εφαρμογή στους τρόπους με τους οποίους η οικοδομική δραστηριότητα διαντιδρά με το κοινωνικό σκέλος. Ήταν, για παράδειγμα, η λαϊκή κυριαρχία που, (έστω και σε μια δημοκρατία καχεκτικού κοινοβουλευτισμού όπως εκείνη της Ελλάδας του Κωνσταντίνου Καραμανλή) έστειλε στην εξουσία μια αρπακτική πολιτική τάξη που ρήμαξε την οικιστική συνοχή της χώρας μέσω της παγκόσμιας πρωτοτυπίας της αντιπαροχής.

Το ότι η θεσμοποιημένη παρανομία λειτούργησε ως μοχλός ανάπτυξης για την χώρα δεν ήρθε χωρίς κόστη (εργατικά ατυχήματα, περιβαλλοντική υποβάθμιση, καθιέρωση της σπέκουλας ως μορφής της εντόπιας επιχειρηματικότητας, παγίωση της πελατειακότητας στις σχέσεις κομματικών μηχανισμών και κρατικής δομής, εδραίωση του παρασιτισμού ως εγγενούς χαρακτηριστικού του ελληνικού κεφαλαίου...κι άλλα, ων ουκ έστιν αριθμός). Το σημαντικότερο κληροδότημά της όμως είναι η έλλειψη αλληλεγγύης των γενεών που κατέδειξε η κεφαλαιική τάξη των περασμένων δεκαετιών και που, κάπως πιο προσχηματικά, συνεχίζει να επιδεικνύει- δημιουργώντας ορισμένα από τα πιό ακαλαίσθητα και πιο αβίωτα οικοδομικά συγκροτήματα της Ευρώπης και ασχημαίνοντας την χώρα σε βαθμό λοιδωρίας.

Αυτά όμως δεν είναι το σημεία που κοιτάζουμε στο άρθρο αυτό, καθότι γνωστά και κομμάτι του καθημερινού ελληνικού (πολιτικού κι όχι μόνο) πολιτισμού. Αντιθέτως, με αυτές τις διαπιστώσεις στη βάση του προβληματισμού μας, ότι δηλαδή η άγρια άγρα της ανάπτυξης συχνά γίνεται με άνομα μέσα κι από παρασιτικά στοιχεία της κεφαλαιικής τάξης, πλην με τη συναινέση (κάποτε, και την συνενοχή) λαϊκών στρωμάτων, εκκινούμε για να εξετάσουμε -ακροθιγώς- την σχέση «μαφίας» και του μοντέλου οικονομίας των κατασκευαστικών.

Με το αναλυτικό πρίσμα της επιστήμης του πολιτισμού, της Ανθρωπολογίας, μας ενδιαφέρει ακριβώς το σημείο της συρραφής των συμφερόντων ενός κεφαλαίου «αρπακολλικού», ενός capitalismo d’avventura, με αυτά που λογίζονται ως «συμφέροντα» των εργαζόμενων τάξεων. Το εμπειρικό/ συγκεκριμένο μικρο-επίπεδο παρατήρησης (real people doing real things) αποτελεί το προνομιακό πεδίο του ανθρωπολόγου. Ωστόσο, στο μακροεπίπεδο, ακριβώς το ζήτημα της συναίνεσης ως αστάθμητου παράγοντα της οικονομίας μπορεί να είναι ανθρωπολογικό δεδομένο, καθότι είναι η ποιοτική έρευνα στο πεδίο της καθημερινότητας που γεννά δεδομένα μέσα από τα οποία ο ερευνητής μπορεί να αντιληφθεί την σχέση κοινωνικής συναίνεσης και οικονομικής αυθαιρεσίας. Από την κουβέντα ελπίζουμε να συνδράμουμε και στην επιστημολογικού τύπου διαπίστωση ότι, για μια υλιστική ανάλυση της σχέσης του κοινωνικού με την οικονομία, τα παλιά καλά σχήματα της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας με το δίπολο βάση/επικοιδόμημα ίσως να μην είναι πλέον δόκιμα. Κι αυτό διότι η συναίνεση είναι μέρος της επένδυσης, της κίνησης του κεφαλαίου. Αλλιώς δεν μπορεί να υπάρξει πειστικό σχήμα ανάλυσης της τόσο πλατιάς εξάπλωσης της πολυκατοικίας (της «οικοδομής») στον ελλαδικό χώρο. Αποδίδοντας μονομερώς «στους εργολάβους» την ευθύνη για το οικοδομικό χάος στην χώρα, καταρχήν παρακάμπτει το μικροεπίπεδο της συσχέτισης ιδιωτικών αναγκών/ονείρων/οραμάτων (το γνωστό «κεραμίδι πάνω απ΄το κεφάλι»). Περαιτέρω, η ανάλυση αυτή, αλληθωρίζει μπροστά στις πολιτικές άλλων οργανώσεων κοινωνικής συνοχής, πχ στην στάση των εργατικών συνδικάτων απέναντι στην αυθαίρετη οικοδόμηση. Έτσι, με την πολιτισμική θέση «προστατεύουμε και προωθούμε την εργασία», τα συνδικάτα προχώρησαν κάποτε σε μυωπικό παραγωγισμό και σε παρασιώπηση της φαυλότητας των επενδύσεων του εγχώριου κεφαλαίου στο «μπετό».

Οριοθετώντας το πεδίο που μας ενδιαφέρει στην σύντομη ανάλυση της ‘πολιτισμικής φόδρας’ όπου αναπτύσσεται ο κατασκευαστικός τομέας λοιπόν, κι ειδικότερα στην ελλαδική περίπτωση, συμφωνούμε καταστατικά με τον ανθρωπολόγο Clifford Geertz, στην παραδοχή «τί είναι ο πολιτισμός αν δεν είναι συναίνεση». Στο μερίδιο της κοινωνικής συναίνεσης ώς του ιδιαίτερου παράγοντα που συνδιαμορφώνει την κατασκευαστική βιομηχανία, η Ελλάδα είναι το πλεονάζον παράδειγμα.

Το περιβαλλοντικό κόστος (αλλά και το εργασιακό, καθότι τα εργατικά ατυχήματα στον τομέα είναι συχνότερα από άλλους, λόγω της επισφάλειας των συνθηκών εργασίας) που ενέχει μια τέτοια δραστηριότητα απαλύνεται, όταν δεν αναγνωρίζεται ώς τέτοιο από την κοινωνική πλειοψηφία. Στην αναλογικότητα που ζυγίζει τις δύο αξίες (: ιδιοκτησία και περιβάλλον), το θεσμικό καθεστώς που τις προστατεύει, με ρυθμίσεις συχνά αντίθετες η μία προς την άλλη, το ευρύ κοινωνικό έδειξε ιστορικά να ρέπει προς την πρώτη. Άφησε έτσι ελεύθερο χώρο στην εργολαβική επιθετικότητα του κεφαλαίου και στην άνδρωση μιας διακριτής δράκας «επενδυτών» ανάμεσα στους Έλληνες κεφαλαιούχους, που έκαναν το real estate και το κτίζειν τρόπο ζωής- και τον τρόπο ζωής των υπολοίπων ημών, καθορισμένο από άχαρες οικοδομικές μονάδες. Μια τέτοια τάξη οργανωμένης παραβατικότητας με επενδυτικούς υπολογισμούς, με αχλύ κοινωνικής ωφέλειας και μερική έστω συναίνεση αποκαλείται στην καθομιλουμένη, όσο και από την κοινωνική ανθρωπολογία όταν μελετά το φαινόμενο: «μαφία».


ΙΙ
Η κατασκευαστική χαίρει ενός διφυούς χαρακτήρα: είναι ο απόλυτα ασταθής, παρασιτικός και αντιπαραγωγικός τομέας της οικονομίας, έχοντας όμως παράλληλα την ισχυρότερη αλλοτριωτική δυναμική προς το κείμενο status quo (όσον αφορά τις σχέσεις κράτους και πολίτη ή ανθρώπου και οικιστικού περιβάλλοντος). Έχει ακόμη, περισσότερο από κάθε άλλο οικονομικό κλάδο, και την εντονότερη διεισδυτικότητα στο κοινωνικό. Προϊόν της κατασκευαστικής βιομηχανίας δεν είναι μία commodity απλά, αλλά ο χώρος αναπαραγωγής του κοινωνικού: «το σπίτι». Η οικιακότητα, το πολιτισμικό εκείνο πεδίο όπου αναπτύσσονται οι οικογενειακοί δεσμοί, ο εστιασμός, η οικειότητα, (όπως έχει εξετάσει μέρος της ελληνικής εθνογραφικής παραγωγής, με το χαρακτηριστικό παράδειγμα του Παπαταξιάρχη) γεννάται στον ιδιωτικό χώρο του σπιτιού. Αυτό το commodity par excellence, παρεμβαίνει στην κοινωνική ζωή με οργανωτικό τρόπο: γίνεται ο κατεξοχήν χώρος και, ενσωματώνοντας πολιτισμικές ιδιορρυθμίες που διαφέρουν από τόπο σε τόπο, ο κατεξοχήν μηχανισμός αναπαραγωγής του κοινωνικού. Έτσι, αν στον χώρο εργασίας (στερεοτυπικά: το χωράφι, η φάμπρικα, το γραφείο στον πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή τομέα αντίστοιχα) η κοινωνία παράγει , στον ιδιωτικό/προσωπικό χώρο, στον χώρο ανάπαυλας, αναπαράγεται. Το σπίτι είναι το βασικό μοντέλο ανάπτυξης της ιδιωτικότητας με ό,τι αυτή συνεπάγεται: σεξουαλικότητα, ανάπαυλα, ύπνος, γέννηση και συντήρηση των οικογενειακών δεσμών μέσω κοινών αναφορών στον μοιρασμένο χώρο.

Παράλληλα, το ανθρωπογενές/δομημένο διαντιδρά με το φυσικό περιβάλλον, αλλάζοντάς το για πάντα. Η κατασκευαστική δεν είναι ο μόνος οικονομικός τομέας που παρεμβάλλεται στο φυσικό τοπίο αλλοτριωτικά- η γεωργία, για παράδειγμα, το κάνει επίσης, μετατρέποντας εκτάσεις άγριες σε καλλιεργήσιμες. Ωστόσο, ο μηχανισμός αυτός της πολιτισμικής εξημέρωσης (domestication) της φύσης δεν είναι πουθενά αλλού τόσο ορατός όσο στο οικοδομείν- μια δομή παραμένει για γενιές στον ίδιο φυσικό χώρο, ενσωματώνεται σε αυτόν και παραποιεί τον περιβάλλοντά της χώρο: για παράδειγμα ένα εξοχικό (διάβαζε: αυθαίρετο) κοντά στην θάλασσα μεταφέρει στο τοπίο ένα φορτίο συνεχούς ανθρώπινης παρουσίας, που μπορεί να μην γίνεται άμεσα αισθητή αλλά σε βάθος χρόνου αλλάζει τον οικολογικό κύκλο, τρομάζοντας για παράδειγμα τους πληθυσμούς πτηνών στην περιοχή, που μετοικούν αλλού. Παρόμοια είναι για παράδειγμα τα συμπεράσματα του Θεοδοσσόπουλου, από την έρευνά του στη Ζάκυνθο και την προτεραιότητα στην οικοδόμηση που πρόβαλλαν ντόπιοι κάτοικοι/δικαιούχοι γης, αντί της προστασίας της καρέττα-καρέττα.

Εξάλλου, ο «κοινωνικός» χαρακτήρας της οίκησης προκαλεί φαινόμενα χιονοστιβάδας παρανομιών: η κίνηση ενός δημιουργεί προηγούμενο, που θέτει σε σιωπηρή αχρησία το δίκαιο χωροταξίας. Έτσι λοιπόν «αφού υπάρχει ένας, γιατί όχι κι άλλοι», κι έτσι μέσω ενός συνομολογούμενου μηχανισμού μετάστασης, στο ίδιο παράδειγμα της παραλίας πριν 10 χρόνια έχουμε ένα αυθαίρετο, πριν 5 χρόνια δέκα, σήμερα τριάντα.

Αυτή η λογική των κοινών στην ατομικότητά τους συμφερόντων είναι η εκδήλωση μιας κατ’ ευφησμόν απορρύθμισης της οικονομίας, μιας χαλάρωσης των μηχανισμών ελέγχου της οικονομικής αυθαιρεσίας. Με αυτό τον τρόπο, ενός θα λέγαμε οικιστικού κουρσάρικου νεοφιλελευθερισμού, αναπτύσσεται παράλληλα τόσο ένας ατομοκεντρικός/οικογενειοκεντρικός εγωτισμός όσο και ένα σύστημα επιχειρηματικότητας που αναπτύσσεται χάριν στην αναρχία, στην έλλειψη κανόνων κι ελέγχων. Η ρέγουλα, η régle, regola σημαίνει ακριβώς έναν κοινωνικό έλεγχο επί της ατομικής αυθαιρεσίας, μια αντίσταση του (αόριστου) κοινωνικού, μέσω του πολιτικού του εκφραστή, των θεσμών, απέναντι στο homo homini lupus της αυθαιρεσίας. Άρα λοιπόν η συναίνεση, όπως όλα τα πολιτισμικά δεδομένα, είναι ενήμερη των διαστρωματώσεων που ενυπάρχουν στο κοινωνικό. Η άδικη, ταξικά δομημένη κοινωνική οργάνωση διαμορφώνει τους μηχανισμούς συναίνεσης- όπως λέει ο Bourdieu, με το να ενσωματώνει τέτοιες δομές στο καθημερινό «αυτονόητο», στο habitus. Η συναίνεση είναι έτσι συχνά η φέρουσα ύλη εξουσιαστικών μηχανισμών. Μέσα από την σιωπηρή εκδήλωση του συναινετικού, τέτοιοι μηχανισμοί αναπαράγονται, κι εδραιώνονται εντονότερα σε μελλοντικές συναινέσεις.

Μια ακόμη πρωτοτυπία παρατηρούμε εδώ: μην έχοντας σχεδιαστεί, η ανάπτυξη κι εξάπλωση του αστικού ιστού των ελληνικών πόλεων, ακολουθεί τα κύματα ημιπαρανόμησης, που επεκτείνουν τον πολεοδομικό χώρο εκτός ορίων, συμπαρασύροντας τόσο την πόλη την ίδια, όσο και τον θεσμό προστασίας της αστικής συνοχής. Το [τέως] ΠΕΧΩΔΕ μας προσφέρει παραδείγματα: με τη νομιμοποίηση αυθαιρέτων ή με την έσχατη κίνηση του πρώην υπουργού για αναζήτηση ρευστού διαμέσω της νομιμοποίησης, της θεσμοποίησης του παράνομου («ημιυπαίθριοι χώροι»). Από έναν υπουργό που στην μικρότητά του αποδεικνύεται πως «έχτιζε» αυθαίρετο εξοχικό... που χόρευε τσάμικα με τους μεγαλοεργολάβους... φαίνεται πραγματικά μια συνεπής οικονομική πολιτική.

Η άρδευση κοινωνικής συναίνεσης θεωρείται απαραίτητη για την λειτουργία επισφαλών, εποχιακών επενδύσεων στην οικονομία. Η παράδοξη ελληνική πρωτοτυπία της αντιπαροχής οδήγησε μέσα σε λίγες δεκαετίες ζωής στο επίσης παράδοξο των υψηλών ποσοστών ιδιοκατοίκησης, που φέρουν την Ελλάδα πρώτη στον κόσμο σε κυριότητα ακινήτων κατά κεφαλή.


III
«Για μένα ο εμπειρισμός είναι η ρητορεία του εμπειρικού, χωρίς όμως και την ουσιαστική ενασχόληση με την πραγματικότητα. Και την ίδια την πραγματικότητα τη γνωρίζουμε μέσω σημείων – εδώ μπαίνει το σημειολογικό μέρος της σκέψης μου – δεν τη γνωρίζουμε απευθείας», λέει ο Herzfeld σε συνέντευξή του στην πρόσφατη επίσκεψή του στην Ελλάδα. Ας κλείσουμε λοιπόν με εμπειρικά ‘σημεία των καιρών’, με case studies, μέσα από τον φακό των οποίων μπορούμε να δούμε την λογική του επενδύειν κατασκευαστικά – ειδικά για ένα μεγάλο έργο, το μετρό της Σαλονίκης.

Στις 3 Οκτώβρη 2009, στον οικισμό Giampillieri της Messina στην Σικελία, όπου 13 άτομα θάφτηκαν κάτω από τόνους λάσπης, με την πλημμύρα που παρέσυρε το μισό χωριό, έγινε για πολλοστή φορά ορατό το αδιέξοδό της οικοδόμησης χωρίς έλεγχο. Η αλυσιδωτή αντίδραση της αυθαίρετης οίκησης εμπεριείχε όλη την για δεκαετίες κίνηση κεφαλαίου της Κόζα Νόστρα και την λαϊκή ανάγκη για στέγη, έστω πρόχειρη. Η Σικελία, χτισμένη έως ασφυξίας αποτελεί άψογο παράδειγμα μαζικού ξεπλύματος βρώμικου χρήματος στο μπετόν.

Η μεγάνησος, στην οποία και ο γράφων έχει επιτελέσει εθνογραφική έρευνα πεδίου, αποτελεί την πειστικότερη συμπύκνωση της ιστορικής σταθεράς «ανάπτυξη=ανοικοδόμηση με κάθε μέσο» για την πολιτική οικονομία των χωρών της Βόρειας Μεσογείου. Ο λόγος είναι η συστημική θέση της μαφίας στην λειτουργία των οικονομικών και πολιτικών θεσμών στην (μερικώς αυτόνομη) Σικελία. Η Κόζα Νόστρα, έκανε το ιστορικό της «άλμα προς τα εμπρός» από τον περιφερειακό έλεγχο μιας κατά βάση αγροτικής οικονομίας στην ανάληψη του κεντρικού ελεγκτικού μηχανισμού μιας ανθηρής βιομηχανίας με διεθνείς διαστάσεις (των ροών του εμπορίου ηρωίνης) μέσω και του οικοδομικού τομέα. Δεν είναι τυχαίο ότι, με την κατάλυση των συντελεστών δόμησης από τα διαβρωμένα από την πολιτική μαφία δημοτικά συμβούλια, οι σικελικές πόλεις έγιναν μοντέλα μαζικού ξεπλύματος ναρκοδολλαρίων, μέσω μιας φρενήρους ανοικοδόμησης σε όλη την διάρκεια των δεκαετιών ’70-’90. Στο χωριό όπου, για ένα χρόνο, πραγματοποίησα εθνογραφική έρευνα, πολλοί ντόπιοι μου εξήγησαν την νοσταλγία τους «για τον καιρό που η μαφία τα κουμαντάριζε όλα» με το απλό επιχείρημα ότι «υπήρχε δουλειά και σπίτι για όλους». Με ένα συγκλονιστικό ποιοτικό άλμα, η τοπική μαφιακή φατρία κατάφερε να «εξασφαλίσει» ψωμί και στέγη για ένα χωριό που έως τις αρχές του ’90 ήταν αμιγώς δοσμένο σε μονοκαλλιέργειες αμπέλου. Από μια καθαρά αγροτική οικονομία, έφτασε να έχει 150 κατασκευαστικές εταιρείες στο τέλος των έξι-εφτά ετών συνεχούς ανάπτυξης που γνώρισε το χωριό- το τέλος αυτό σηματοδοτήθηκε συμβολικά και υλικά με την εκκαθάριση της πιο ισχυρής τοπικής φατρίας και σηματοδότησε την αρχή του μαρασμού για ένα χωριό που σήμερα, δέκα χρόνια μετά, εν πολλοίς νοσταλγεί «τον καιρό εκείνο».

Η εθνογραφία δεν είναι όμως εξωτισμός και διηγήσεις ευφάνταστων ιστοριών: είναι σύνδεση της μικροκλίμακας με το μακροεπίπεδο, και ακόμη δυνατότητα «σύγκρισης κι αντιπαραβολής». Αν λοιπόν η μαφία είναι «ευτυχώς ή δυστυχώς απαραίτητη για την ανάπτυξη» (με τα λόγια ενός ντόπιου από το χωριό που ανέφερα), ας δούμε ένα παράδειγμα «πιο κοντά στα δικά μας», μέσα από τα λόγια ενός Ιταλού υπουργού Δημοσίων Έργων που πρέπει να μας γίνει οικείος σιγά σιγά.


Ας μου επιτραπεί λοιπόν σε αυτό το άρθρο, και η «αποκάλυψη» μιας πληροφορίας, νομίζω βαρύνουσας συμβολικής σημασίας, ειδικά για την πόλη της Θεσσαλονίκης. Δεν είναι πάντα ζήτημα δημοσιογραφικής ενημερότητας η συσχέτιση ενός γεγονότος (και του κοινωνικού συγκειμένου στο οποίο το γεγονός συμβαίνει) με έναν τοπικό πληθυσμό, τον οποίο το γεγονός αφορά. Αντιθέτως, στην χωλή δημοσιογραφική έρευνα στην Ελλάδα, που απομονώνει το οικονομικό γεγονός στον χώρο της επιτέλεσής του, μπορούμε να αντιπαραθέσουμε το πολιτισμικό βάθος που παρέχει μια πολυτοπική έρευνα εθνογραφικού τύπου.

Άρα, το Γεγονός στην κατασκευαστική πραγματικότητα της Σαλονίκης σήμερα και για τα επόμενα 20 χρόνια είναι το μετρό. Ας πάρουμε ως βασική, μπανάλ βάση ενημέρωσης του κοινού τον διαδικτυακό τόπο της εταιρείας που το έχει αναλάβει. Διαβάζουμε:
Μετά την αποτυχημένη απόπειρα κατασκευής του Μετρό Θεσσαλονίκης με τη μέθοδο της παραχώρησης (1998 - 2003), τον Σεπτέμβριο του 2003 αποφασίστηκε να κατασκευαστεί το Μετρό ως δημόσιο έργο, με χρηματοδότηση του Ελληνικού Δημοσίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με βάση τη διακήρυξη του νέου Διαγωνισμού, τον Ιούνιο του 2004 υπέβαλαν εκδήλωση ενδιαφέροντος πέντε κοινοπραξίες με σημαντικές ελληνικές και ξένες εταιρείες του κλάδου. Το πρώτο στάδιο του διαγωνισμού ολοκληρώθηκε τον Νοέμβριο του 2004. Τέσσερις (4) από τις πέντε (5) κοινοπραξίες συνέχισαν στο δεύτερο στάδιο και τον Ιανουάριο 2005 έλαβαν τα τεύχη της δημοπράτησης και τη νέα προμελέτη του έργου.
Στις 12 Μαΐου 2005 οι προεπιλεγείσες κοινοπραξίες υπέβαλαν την τεχνική και οικονομική προσφορά τους και στις 19 Αυγούστου ολοκληρώθηκε η αξιολόγηση των τεχνικών και οικονομικών προσφορών των τριών κοινοπραξιών που έμειναν στο τελικό στάδιο του διαγωνισμού.
Η σύμβαση με την ανάδοχο κοινοπραξία ΑΕΓΕΚ IMPREGILO-ANSALDO T.S.F.-SELI-ANSALDOBREDA υπογράφθηκε στις 7 Απριλίου 2006 και στα τέλη Ιουνίου του ίδιου έτους ξεκίνησε η κατασκευή του έργου.
Ουδεμία περαιτέρω πληροφόρηση περί του ποιού των εν λόγω joint ventures. Με την ελάχιστη ερευνητική προσπάθεια, ανακαλύπτει κανείς ότι ας πούμε η AnsaldoBreda είναι μια κοινοπραξία ιταλικών συμφερόντων που εκτός από την περήφανή μας πόλη, θα κοσμήσει και μέρη όπως η Ριγιάντ και η Ταϊπέι με μητροπολιτικό σύστημα υπόγειας κυκλοφορίας. Ωραία. Πίσω από τις κοινοπραξίες υπάρχουν εταιρείες, και πίσω από τις εταιρείες άνθρωποι και το παρελθόν τους, εργασιακού και κοινωνικού χαρακτήρα.

Με αντίστροφη σειρά, το παρελθόν εδώ είναι μυστήριο, ο άνθρωπος ονομάζεται Pietro Lunardi, καθηγητής στο ιστορικό πανεπιστήμιο της Πάδουας (Padova), κι η εταιρεία RockSoil. Το γεγονός ότι ο Λουνάρντι, ή μάλλον η σύζυγός του είναι ο γενικός διευθυντής της RockSoil, εταιρείας πίσω από την κοινοπραξία που αναφέραμε δεν λέει κάτι από μόνο του. Απλά ας δούμε δύο στοιχεία από το παρελθόν του εξέχοντος, λαμπρού αυτού κυρίου, πριν περάσουμε σε κρίση και κριτική.

Ο ευαίσθητος κ. Λουνάρντι, συνέδεσε το όνομά του με δύο από τα πλέον φιλόδοξα έργα στην ιστορία της χώρας: την γέφυρα της Μεσσίνα και τον σιδηρόδρομο υψηλής ταχύτητας της Val di Susa. Ως Υπουργός Δημοσίων Έργων σε δύο συναπτές κυβερνήσεις Berlusconi, ο κ.Λουνάρντι διέπρεψε, κληθείς εις το καθήκον από τον συμπαθέστατο σε όλους μας κ.Μπερλουσκόνι, ως τεχνικός κι όχι εκλεγμένος βουλευτής στην πρώτη περίπτωση (κυβέρνηση 2001-2005) κι ώς αιρετός και με βουλευτικό καθήκον υπουργός στην δεύτερη (κυβέρνηση 2005-2006).

Και για τα δύο προαναφερθέντα έργα, αντιμετώπισε οργανωμένη, λυσσαλέα αντίσταση από πλευράς των τοπικών κοινωνιών, που ξεσηκώθηκαν, με κομιτάτα αγώνα, σε συνεχή διαμαρτυρία για την άστοχη επιλογή του Υπουργείου. Το TAV (Treno di Alta Velocitá) συνεχίζεται με προβλήματα (όπως η αποκάλυψη αδικαιολόγητης υπερτιμολόγησης της τάξης του 34% στην διάρκεια της υπουργίας Λουνάρντι). Το τιτάνιο έργο της σύζευξης Σικελίας-Καλαβρίας (η μεγαλύτερη suspended γέφυρα του κόσμου) «πάγωσε», διότι εντωμεταξύ παρεμβλήθη η κυβέρνηση Prodi. Προς τούτοις,

1. τον αύγουστο του 2001, ως υπουργός Δημοσίων Έργων ρίχνει μία από τις σπουδαιότερες γκάφες στην σύγχρονη ιστορία της Ιταλίας, όταν, σε μια κρίση ειλικρίνειας, λέει δημοσίως: “con mafia e camorra bisogna convivere e i problemi di criminalita ognuno li resolve come vuole”. Ελληνιστί: «με την μαφία και την καμόρρα πρέπει να συζήσουμε- τα προβλήματα εγκληματικότητας καθένας τα λύνει όπως θέλει». Επ’ευκαιρία της φιλόδοξής του κίνησης να δρομολογήσει το άχρηστο και περιβαλλοντικά επικίνδυνο υπερ-έργο της σύνδεσης της Σικελίας με την ηπειρωτική Ιταλία, η μνημειώδης ατάκα «με τη μαφία πρέπει να συζήσουμε» ετέθη μάλιστα στην πράξη. Στα υποέργα για την περιβάλλουσα υποδομή της γέφυρας, παρεμβλήθη από την αρχή τσιμεντουργική εταιρία συμφερόντων της ‘ντράνγκετα (η καλαβρέζικη μαφία). Ο δικαστικός αγώνας συνεχίζεται.

2. έχει κατηγορηθεί για conflitto di interessi: τουτέστιν σύγκρουση συμφερόντων, όταν όντας Υπουργός Δημοσίων Έργων πάντα, παρέδιδε έργα ολκής (βλ άνω) στην εταιρεία που επισήμως ανήκε στην σύζυγό του, στην ουσία στον ίδιο. Το όνομα της εταιρίας αυτής είναι το αναμενόμενο.

Η RockSoil, δοσμένου λοιπόν του νομικού κωλύματος (της τάξης «Γιάννης κερνάει-Γιάννης πίνει») που αντιμετώπιζε ο ιδρυτής, άλλαξε εταιρική πολιτική...και αποφάσισε «την ανάπτυξη επενδυτικότητας στο εξωτερικό και μόνο».

Ένα από τα μέρη όπου η υγιής αυτή και πέρα από κάθε υποψία επιχειρηματικότητα θα αναπτύξει την με σεβασμό στο περιβάλλον και τη διαφάνεια δραστηριότητά της είναι η Θεσσαλονίκη- όρα μετρό, εκκινηθέν ως έργο το 2006 και με επίσημο ορίζοντα χρόνου το 2013.

Να το χαιρόμαστε, κι αυτό και την ανάδοχο εταιρεία του. Έτσι για να μη λέμε ότι μόνο το ελληνικό κεφάλαιο όζει αρπακολλισμού και διαφθοράς. Βλέπετε, όταν το ελληνικό κράτος εξαντλεί τους ημετέρους, κοιτά από την άλλη μεριά της Αδριατικής.
Για την χρηματοδότηση της κατασκευής του Μετρό Θεσσαλονίκης έχουν εξασφαλιστεί 550.000.000 € από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, ως εγκεκριμένο δάνειο με ευνοϊκούς όρους και 250.000.000 € από το Γ’ ΚΠΣ. Ο συνολικός προϋπολογισμός του βασικού έργου ανέρχεται στο 1.052.000 €.
Επίσης, εξασφαλίστηκε χρηματοδότηση ύψους 400.000.000 € από το Δ’ ΚΠΣ για την επέκταση του βασικού έργου προς την Καλαμαριά, μήκους 5 χλμ. με 5 σταθμούς.

Άρθρο Βιβλιοκριτικής στην Εποχή, σε φύλλο Άνοιξης 2007. Ήταν η πρώτη παρουσίαση του βιβλίου του Σαβιάνο, δύο χρόνια πριν την ελληνική μετάφρασή του...

Βιβλιοκριτική

Roberto Saviano – Gomorra
viaggio nell’imperio
economico e nel sogno di dominio della camorra
εκδόσεις Mondadori, Milano 2006

Ρομπέρτο Σαβιάνο- Γκομόρρα
ταξίδι στην οικονομική αυτοκρατορία και στο όνειρο εξουσίας της καμόρρα

Μια πολυεθνική εταιρεία που δεν συζητείται έξω από την επικράτεια εξουσίας της ή κατά Μαρξ έξω από τον χώρο απαλλοτρίωσης πρωτόγονου κεφαλαίου είναι αν μη τι άλλο ένα παράδοξο της ελεύθερης αγοράς. Όταν όμως η εν λόγω επιχείρηση επιβάλλει δια της βίας την σιωπή σε όσους αποπειρώνται να αναλύσουν ή έστω να παρουσιάσουν το επενδυτικό της πρόγραμμα, τότε βρισκόμαστε μπροστά σε παράδοξο που εγείρει υποψίες. Αν μάλιστα η αναφερθείσα απαλλοτρίωση συνοδεύεται από ρυπές καλάσνικοφ και το πρόγραμμα επενδύσεων από ξέπλυμα χρημάτων, τότε ενδεχομένως αυτό το ύποπτο παράδοξο να είναι και κάτι παραπάνω από μια πετυχημένη επιχειρηματική πολιτική.

Το σπάσιμο της σιωπής που επιβάλλει το Σύστημα -τουτέστιν ο εγκληματικός μηχανισμός που συνοδεύει την επιχειρηματικότητα- δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ο Σαβιάνο είναι ένας 27χρονος Ναπολιτάνος από το προάστιο Σεκοντιλιάνο, όπου η ανέχεια, η ανεργία και η ανεπίσημη οικονομία έχουν από δεκαετίες αλλάξει την έννοια της παραβατικότητας: το όριο μεταξύ υποαπασχολούμενου και ‘συνεργάτη’ του Συστήματος συχνά είναι θολό. Και το περιβόητο παράλληλο στην επίσημη οικονομία Σύστημα είναι αυτό που στον υπόλοιπο κόσμο αποκαλούμε ‘μαφία’, λέξη κλισέ, κενή νοήματος για τον συγγραφέα.

Ο Σαβιάνο παραβιάζοντας την ομερτά της camorra [προφέρεται καμούρρα] υπογραμμίζει πρώτα αυτό ακριβώς: ότι η μαφία της Καμπανίας δεν είναι άλλο από μιαν επιχείρηση με πολλαπλές επενδύσεις και αστρονομικά κέρδη, με κοινωνική διείσδυση και πολιτική επιρροή. Μια οικονομική δυναμική που έχει τόσο να κάνει με το όποιο Σεκοντιλιάνο όσο και περισσότερο με την Ισπανία όπου ο ΕΤΑ που αγοράζει όπλα από την Καμόρρα, με το Πεκίνο όπου ρούχα ‘μαϊμού’ παρασκευάζονται κατά παραγγελία της, με το Μιλάνο όπου οίκοι μόδας τα μεταπωλούν, με το Λος Άντζελες όπου μονοπωλεί την κοκαίνη με κέρδος 1000%, με την Σκοτία όπου κατέχει εστιατόρια, με την Τενερίφη όπου διαθέτει όλο τον τριτογενή τομέα, με την Πολωνία όπου οι οικοδομικές της επιχειρήσεις χτίζουν ολόκληρα χωριά- και η λίστα δεν τελειώνει, περνώντας από τα Βαλκάνια και τη χώρα μας.

Ο άθλος του Σαβιάνο δεν έχει να κάνει μόνο με το γεγονός ότι ηγέτες της Καμόρρα τον απειλούν για τη ζωή του μετά την έκδοση του βιβλίου. Είναι κυρίως ότι το βιβλίο αποτελεί - σχεδόν χωρίς δευτερογενείς πηγές αλλά μόνο με προσωπική έρευνα πεδίου- τόσο μιαν εγκυκλοπαίδεια της δραστηριότητας της οργάνωσης, όσο και μια συναρπαστική πρωτοπρόσωπη αφήγηση ενός μυθιστορήματος που λαμβάνει χώρα στην αυλή μας. «Η τέχνη δεν πρέπει ν’αντανακλά σαν τον καθρέφτη/ μα σαν τον φακό να μεγαθύνει» λέει ο Μαγιακόφσκυ. Διότι η απίστευτη βία που με χειρουργική ακρίβεια περιγράφεται στις σελίδες, η σημειολογία και το λεξικό του ναπολιτάνικου καρτέλ, η εκμετάλλευση και ταυτόχρονα συνενοχή μεταναστών, ανέργων, εφήβων από το Σύστημα δεν αποτελεί φαντασιακό τόπο. Είναι μια ευρωπραγματικότητα τόσο όσο και η μαύρη αγορά ναρκωτικών που η οργάνωση ελέγχει παντού στην ήπειρο- όσο και το φόρεμα της Αντζελίνα Τζολί, ραμμένο από εργάτες της οργάνωσης.

Πέρα από την αποκαλυπτική δύναμή του περί της διείσδυσης της Καμόρρα στο άλλο Σύστημα –την ελεύθερη αγορά- το βιβλίο είναι ένα τολμηρό ανάγνωσμα που διαλύει στερεότυπα για τον χαρακτήρα των μαφιών και με την καθαρότητα της γραφής του εμμένει στο μυαλό του αναγνώστη χωρίς εντυπωσιοθηρία αλλά με την πειστικότητα ενός βιωματικού πονήματος. Είναι προφανής όχι μόνο η συνειδητή και πολιτικοποιημένη, συμμετοχικής μορφής διάδραση του συγγραφέα με τα γεγονότα αλλά και η διάθεσή του ακριβώς να τα απομυθοποιήσει, παραστήνοντάς τα στην ωμότητά τους- και αυτή των αριθμών πιο σκληρή ακόμα. Καταφέρνει να καταστήσει φανερή όχι μια τοπική προβληματική απλά, αλλά μια παγκόσμια δύναμη που ξεκινά από φτωχές πόλεις κάπου στη Νότια Ιταλία. Το βιβλίο βρίθει αποκαλύψεων –παρά την εποχή της δημοσιογραφίας του κλισέ, αυτή η λέξη φαίνεται να μην έχει χάσει την έννοιά της. Στο εγχειρίδιο αυτό της μητροπολιτικής επιβίωσης δεν χωρά το ψευδοεξωτικό στοιχείο που μπορεί να ανακαλεί μιαν ανάγνωση με ύφος ανθρωπολογίας παλαιού τύπου. Ο Σαβιάνο δεν είναι ένας ‘ερευνητής’ που με κίνδυνο τη ζωή του έθεσε στη διάθεσή μας μια μαρτυρία και μια κατάθεση της άνομης πλευράς της Ιταλικής οικονιμίας∙ είναι προπάντων στόφα σπουδαίου συγγραφέα με διεισδυτική πολιτική ανάλυση.

Μια ιστορική αναδίφηση στην εξάπλωση των Καλάσνικοφ ανά την υφήλιο, παρατηρήσεις για την θέση της γυναίκας στις εγκληματικές οργανώσεις, παρουσίαση της σημειολογίας που ο μαφιόζος χρήται στον μικρόκοσμό του, μια αποτελεσματική αποδόμηση των κινηματογραφικών στερεοτύπων για το θέμα, ο πόλεμος της ναπολιτάνικης περιφέρειας [3000 νεκροί σε είκοσι χρόνια], οι τόνοι του μπετόν και η αντιπαροχή∙ επάλληλες, ομόκεντρες μικροϊστορίες που ο συγγραφέας δεν επινοεί, μα απλώς αποδίδει στο πραγματικό τους μέγεθος. «Το να ζεις στην γη της καμόρρα σου εξασφαλίζει την εμπειρία της καπιταλιστικής απαλλοτρίωσης, σε θέτει ενώπιον της βίας που γεννά το κεφάλαιο, ενώπιον του κεφαλαίου που γεννά βία», είπε ο Σαβιάνο σε πρόσφατη συνέντευξη στο arcoiris.tv. Μέσω του «Γόμορρα» παίρνουμε μιαν ιδέα αυτής της αλήθειας.



Θοδωρής Ρακόπουλος
Μεσσίνα, Ιταλία